κακοήθης

κακοήθης
ης, όηθες
1) подлый, гнусный; бессовестный; 2) мед. злокачественный;

κακοήθης όγκος — злокачественная опухоль;

3) мед. смертельный, неизлечимый (о болезни)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κακοήθης" в других словарях:

  • κακοήθης — ill disposed masc/fem acc pl (attic epic doric) κακοήθης ill disposed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κακοήθης ill disposed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …   Dictionary of Greek

  • κακοήθης υπερθερμία — Γενετική διαταραχή που προκαλεί ισχυρές μυϊκές συσπάσεις και επικίνδυνα υψηλό πυρετό, όταν στον ασθενή χορηγούνται αναισθητικά αέρια πριν από μια εγχείρηση …   Dictionary of Greek

  • κακοήθης, -ης, κακόηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει κακό ήθος, ανήθικος, φαύλος, αυτός που γίνεται όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο: Αυτό αποτελεί κακοήθη συκοφαντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοηθέστερον — κακοήθης ill disposed adverbial comp κακοήθης ill disposed masc acc comp sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθει — κακοήθης ill disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κακοήθης ill disposed masc/fem/neut dat sg κακοήθεϊ , κακοήθης ill disposed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθη — κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κακοήθης ill disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κακοήθης ill disposed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθεστάτων — κακοήθης ill disposed fem gen superl pl κακοήθης ill disposed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθεστέρων — κακοήθης ill disposed fem gen comp pl κακοήθης ill disposed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθέστατα — κακοήθης ill disposed adverbial superl κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηθέστατον — κακοήθης ill disposed masc acc superl sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»